ἀκροβολισμοί

ἀκροβολισμοί
ἀκροβόλισις
skirmishing
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανεμοπόλεμος — ο (Μ ἀνεμοπόλεμος) νεοελλ. η ανεμοπάλη, η θύελλα μσν. αψιμαχίες, ακροβολισμοί …   Dictionary of Greek

  • ακροβολισμός — ο 1. αψιμαχία: Άρχισαν οι πρώτοι ακροβολισμοί με τον αντίπαλο. 2. η παράταξη στρατιωτικού τμήματος αραιά: Ο ακροβολισμός μας έγινε ταχύτατα. 3. δοκιμαστικές απόπειρες: Εδώ και μερικές μέρες μού κάνει συνεχείς ακροβολισμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”